τεχνολογικός

τεχνολογικός
-ή, -ό, Ν [τεχνολογία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τεχνολογία (α. «τεχνολογική εξέλιξη» β. «τεχνολογικός εξοπλισμός»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τεχνολογικό
το μέρος τής γραμματικής στο οποίο εκτίθενται οι κανόνες σχηματισμού τών λέξεων.
επίρρ...
τεχνολογικώς / τεχνολογικῶς ΝΜΑ, και τεχνολογικά Ν
σύμφωνα με τους κανόνες τής τεχνολογίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τεχνολογικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που σχετίζεται με την τεχνολογία (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., τεχνολογικό μέρος της γραμματικής που ασχολείται με τους γραμματικούς κανόνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεχνολογικώς — τεχνολογικῶς ΝΜΑ βλ. τεχνολογικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεχνολογία, μέσω ενός αμάρτυρου στην Αρχαία επιθ. *τεχνολογικός] …   Dictionary of Greek

  • tecnológico — ► adjetivo TECNOLOGÍA De la tecnología: ■ ya nadie se asombra ante los avances tecnológicos. * * * tecnológico, a adj. De [la] tecnología: ‘Avances tecnológicos’. * * * tecnológico, ca. (Del gr. τεχνολογικός). adj. Perteneciente o relativo a la… …   Enciclopedia Universal

  • ηλεκτρονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλεκτρόνια ή που λειτουργεί με βάση τις ιδιότητες τών ηλεκτρονίων 2. το αρσ. ως ουσ. ο ειδικός στην ηλεκτρονική 3. το θηλ. ως ουσ. η ηλεκτρονική επιστημονικός και τεχνολογικός κλάδος που έχει ως… …   Dictionary of Greek

  • μορφοποίηση — η 1. τεχνολ. γενικός τεχνολογικός όρος, χρησιμοποιούμενος για να εκφράσει τη διαμόρφωση και τον σχηματισμό διαφόρων αντικειμένων 2. γλωσσ. η υλοποίηση τοὺ σημασιολογικού επιπέδου στο επίπεδο τού γλωσσικού σημαίνοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ.… …   Dictionary of Greek

  • μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί …   Dictionary of Greek

  • οδοποιία — η (Α ὁδοποιΐα και ὁδοποΐα) [οδοποιός] η κατασκευή οδού, το έργο τού οδοποιού νεοελλ. το σύνολο τών τεχνικών εργασιών που γίνονται για τη χάραξη και κατασκευή ή επισκευή και διαρρύθμιση τών χερσαίων οδών και ο αντίστοιχος επιστημονικός και… …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • ρομποτική — η, Ν τεχνολ. τεχνολογικός κλάδος, παράγωγος τής τεχνολογίας τού αυτοματισμού, που ασχολείται με τη μελέτη και ανάπτυξη τών ρομπότ …   Dictionary of Greek

  • συντελεστής — Στη φυσική είναι μια σταθερά πολλαπλασιαστική, που εμφανίζεται γενικά στους νόμους οι οποίοι εκφράζουν την εξάρτηση ενός φυσικού μεγέθους από άλλα φυσικά μεγέθη. Στην πραγματικότητα, και ακριβέστερα, οι σ. μπορούν να θεωρηθούν σταθεροί εντός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”